- ανεξευγένιστος
- ος , ον не улучшенный (о породе животных, о сорте растений)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξευγένιστος — η, ο 1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευγενιστεί, να εκπολιτιστεί 2. (για ζώα και φυτά) εκείνος του οποίου δεν έχει βελτιωθεί το γένος με επιλογή ή ειδική καλλιέργεια … Dictionary of Greek
ανεξευγένιστος — η, ο αυτός που δεν εξευγενίστηκε: Την ποικιλία αυτή πορτοκαλιών την αφήσαμε ανεξευγένιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)